- εξελαύνω
- ἐξελαύνω (AM) [ελαύνω]1. διώχνω βίαια («ἐξελῶ σ' ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας», Αριστοφ.)2. κατευθύνω (άλογα, άρμα κ.λπ.) ορμητικά προς τα μπροςαρχ.1. βγάζω έξω για βοσκή («δειπνήσας δ' ἄντρου ἐξήλασε πίονα μῆλα», Ομ. Οδ.)2. (για άλογα και οχήματα) καταδιώκω, κυνηγώ από το ένα μέρος στο άλλο3. βγάζω, οδηγώ έξω («ἐξελαύνειν νῆα ὅρμου»)4. επιτίθεμαι5. εξέρχομαι έφιππος6. εξέρχομαι μετέχοντας σε πομπή7. διώχνω, απαλλάσσομαι από κάποιον («ἐξελαύνων τῶν ὀμμάτων τὸ αἰδούμενον», Πλούτ.)8. βγάζω κάτι με το πλύσιμο («πρὶν κόνιν ἱππείαν ἐξελάσαι λαγόνων», Καλλίμαχος)9. αποβάλλω με χτύπημα («χαμαὶ δὲ καὶ πάντας ὀδόντας γναθμῶν ἐξελάσαιμι», Ομ. Οδ.)10. (για μέταλλα) κόβω σφυρηλατώντας.
Dictionary of Greek. 2013.